- μεγαληγορία
- μεγᾰλ-ηγορία, ἡ,A big talking, E.Heracl.356 (pl., lyr.), X.Ap.1, Man.2.468 (pl.).II elevation, sublimity of diction, D.H.Th.27, Demetr.Eloc.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαληγορία — μεγαληγορίᾱ , μεγαληγορία big talking fem nom/voc/acc dual μεγαληγορίᾱ , μεγαληγορία big talking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαληγορίᾳ — μεγαληγορίαι , μεγαληγορία big talking fem nom/voc pl μεγαληγορίᾱͅ , μεγαληγορία big talking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαληγορία — η (Α μεγαληγορία) [μεγαλήγορος] 1. καυχησιολογία, κομπασμός («μεγαληγορίαισι δ ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις», Ευρ.) 2. πολύ στομφώδες ύφος σε γραπτό ή προφορικό λόγο … Dictionary of Greek
μεγαληγορία — η έπαρση, καυχησιολόγημα, ομιλία με στόμφο: Οι μεγαληγορίες του τον κάνουν αντιπαθητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαληγορίας — μεγαληγορίᾱς , μεγαληγορία big talking fem acc pl μεγαληγορίᾱς , μεγαληγορία big talking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαληγορίαι — μεγαληγορία big talking fem nom/voc pl μεγαληγορίᾱͅ , μεγαληγορία big talking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαληγορίαν — μεγαληγορίᾱν , μεγαληγορία big talking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαληγορίαις — μεγαληγορία big talking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαληγορίαισι — μεγαληγορία big talking fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαληγορίῃσι — μεγαληγορία big talking fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμφος — ο, ΝΜΑ επιτηδευμένος λόγος, πομπώδης έκφραση που δείχνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης, μεγαλαυχία, μεγαληγορία αρχ. 1. το γεμάτο στόμα, το μπουκωμένο έτσι ώστε να φουσκώνουν τα μάγουλα 2. το υψηλό και μεγαλοπρεπές ύφος τού λόγου, όπως στην τραγωδία … Dictionary of Greek